- κυβερνητικός
- -ή, -ό (AM κυβερνητικός, -ή, -όν) [κυβερνώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ ναῡν», Πλάτ.)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπουργικό συμβούλιο («κυβερνητικά σκάνδαλα»)2. αυτός που ανήκει στο κόμμα που κυβερνά, αυτός που υποστηρίζει την κυβέρνηση, συμπολιτευόμενος3. το θηλ. ως ουσ. η κυβερνητικήεπιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μελέτη τών διασυνδέσεων, τών χειρισμών και τού ελέγχου στα τεχνικά συστήματα και στους ζωντανούς οργανισμούς από την άποψη τών τυπικών αναλογιών τους —και όχι από την άποψη τής σύστασης και τών λειτουργιών τους— και η οποία έχει πολλές εφαρμογές σε όλους τους τομείς τής τεχνολογίας, στην οικονομία, στη βιολογία, στην ιατρική κ.ά.αρχ.1. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ κυβερνητική ή τὸ κυβερνητικόνη τέχνη τού κυβερνήτη πλοίου2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυβερνητικάτα σχετικά με τη διακυβέρνηση πλοίου.επίρρ...κυβερνητικώς και -ά (Α κυβερνητικώς)με κυβερνητικό τρόπο («καθάπερ οὖν οὐκ ἔστι κυβερνᾱν μή κυβερνητικῶς, οὕτως οὐδὲ βασιλεύειν μὴ βασιλικῶς», Δίων Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.